βιοτίτης

βιοτίτης
Ορυκτό του μονοκλινικού συστήματος, σε φυλλώδεις εξαγωνικούς ή ρομβοεδρικούς κρυστάλλους, της ομάδας των μαρμαρυγιών. Το χρώμα του ποικίλλει από βαθύ καστανό έως βαθύ μαύρο, γι’ αυτό και λέγεται μαύρη μίκα. Είναι συνηθισμένο συστατικό εκρηξιγενών και κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων. Δείγμα του ορυκτού βιοτίτη, το οποίο βρίσκεται σε εκρηξιγενή και κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατοφύρης — Ηφαιστειογενές πέτρωμα με φαινοκρυστάλλους αλκαλικού αστρίου (κυρίως αλβίτη) και έγχρωμα ορυκτά (συνήθως βιοτίτης, διοψιδιανός, πυρόξενοι ή νατριούχοι αμφίβολοι). Ανάλογα με το ελαφρύ ορυκτό που συνυπάρχει με τον αλβίτη, οι κ. διακρίνονται σε… …   Dictionary of Greek

  • κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… …   Dictionary of Greek

  • λευκιτίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα διείσδυσης, με κύρια συστατικά λευκίτη και πυροξένους. Άλλα συστατικά είναι ο νεφελίνης, ο ολιβίνης, το ορθόκλαστο, ο βιοτίτης, ο μελίλιθος κ.ά. Γι’ αυτό, η χημική του σύσταση χαρακτηρίζεται από το υψηλό ποσοστό τού Κ2Ο (5… …   Dictionary of Greek

  • μονζονίτης — Συηνιτικό πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από ορθόκλαστα, πλαγιόκλαστα και αυγίτη (πυρόξενοι): το τελευταίο αυτό ορυκτό χαρακτηρίζει το πέτρωμα. Άλλα δευτερεύοντα ορυκτά του είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη, ο χαλαζίας κλπ. Ο τυπικός μ. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα, που προέρχεται κυρίως από διοριτικά μάγματα. Ως προς τον ιστό, ισχύει ό,τι και στους πορφύρες, από τους οποίους οι π. διαφέρουν βασικά κατά το ότι στους πορφύρες επικρατούν οι καλιούχοι άστριοι, ενώ στους π. τα πλαγιόκλαστα.… …   Dictionary of Greek

  • βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… …   Dictionary of Greek

  • γάββρος — Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • συηνίτες — Εκρηξιγενή πετρώματα (πλουτωνίτες βάθους), που χαρακτηρίζονται από την απόλυτη σχεδόν απουσία χαλαζία και την εμφάνιση αστρίων. Εφόσον οι άστριοι είναι αλκαλικοί (ορθόκλαστο ή ανορθόκλαστο), χαρακτηρίζονται ως αλκαλικοί, ενώ όταν συμμετέχουν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”